- σεληνοειδής
- σεληνοειδήςlike the moonmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεληνοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το σχήμα τής Σελήνης, μηνοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + ειδής*] … Dictionary of Greek
σεληνοειδῆ — σεληνοειδής like the moon neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σεληνοειδής like the moon masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σεληνοειδής like the moon masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνοειδές — σεληνοειδής like the moon masc/fem voc sg σεληνοειδής like the moon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ԼՈՒՍՆԱՁԵՒ — (ի, ից.) NBH 1 0902 Chronological Sequence: 10c, 13c ա. σεληνοειδής, σεληνίς lunula. Որ ունի զձեւ նորոյ լուսնի եղջերաւոր. որպէս զմահիկ. Լուսնատեսիլ. ... *Մահիկս լուսնաձեւս. Արծր. ՟Գ. 2: *Մահիկ լուսնաձեւ իմն զարդ պարանոցացն. զի մահիկ ասեն զձեւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)